Requite - ορισμός. Τι είναι το Requite
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Requite - ορισμός


Requite      
·vt To Repay; in a good sense, to recompense; to return (an equivalent) in good; to Reward; in a bad sense, to retaliate; to return (evil) for evil; to Punish.
requite      
[r?'kw??t]
¦ verb formal
1. make appropriate return for (a favour or demonstration of affection, or a wrongdoing).
2. return a favour to.
Derivatives
requital noun
Origin
C16: from re- + obs. quite, var. of quit.
requite      
v. a.
1.
Reward, recompense, compensate, remunerate, reciprocate, satisfy, pay, repay.
2.
Retaliate, avenge, punish, revenge.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Requite
1. Thus We requited them for their ingratitude: would We thus requite any but the totally ungrateful?
2. "Thus shall We requite all unbelievers." Then we begin to hear loud, harsh voices.
3. "Indeed God is Almighty, Much–Forgiving." He is certainly able to create all sorts of fine and beautiful creatures, as also to requite people for their actions.
4. For this, he hopes, the shahids will requite him when the day comes by helping him obtain a good place near them in paradise.
5. Therefore, God punished them for their ingratitude, letting floods destroy their gardens. «Thus We requited them for their ingratitude: would We thus requite any but the totally ungrateful.» Until then they had remained in their villages and homes.